- χρυσοστεφής
- -ές, Αστεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -στεφής (< στέφος [τὸ] < στέφω), πρβλ. λευκο-στεφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοστεφές — χρυσοστεφής of a golden crown masc/fem voc sg χρυσοστεφής of a golden crown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυστεφής — ές (για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με λευκό τρίχωμα λόγω τραυματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + στεφής < στέφος < στέφω (πρβλ. κισσοστεφής, χρυσοστεφής). Η λ. γονυστεφής (ίππος) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] … Dictionary of Greek